ἀκακαλίς

ἀκακαλίς
ἀκακαλίς, ίδος, ,
A gall of the Oriental tamarisk, Dsc.1.89.
2 = νάρκισσος, Eumach. ap. Ath.15.681e.
3 = ἄρκευθος, Ps.-Dsc.1.75.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”